Πέμπτη 3 Δεκεμβρίου 2009

Ιστορία 9: Ο παραμυθάς

                                                    
Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένας παραμυθάς. Έλεγε τα ωραιότερα      παραμύθια. Τα’ λεγε παντού  όπου πήγαινε στα χωριά και στις πόλεις...
Έτσι χάρη στα ωραία παραμύθια του παραμυθά ο κόσμος διασκέδαζε. Κι όταν λέω ο κόσμος εννοώ ο φτωχός κόσμος. Γιατί εκείνη την εποχή ο πιο πολύς κόσμος ήταν φτωχός.  
Μετά τη σκληρή δουλειά στα χωράφια και στις βοσκές μαζεύονταν γύρω απ’ τη φωτιά το χειμώνα ή στην αυλή κάτω από το φως του φεγγαριού το καλοκαίρι κι άκουγαν κι έλεγαν τα παραμύθια του παραμυθά.       
                                       Κόκκινη κλωστή δεμένη
                                       στην ανέμη τυλιγμένη
                                       δωσ’ της κλώτσο να γυρίσει
                                       παραμύθι ν’ αρχινήσει. 
                                       Εκείνο τον καιρό το φοβερό 
                                       οι κουρσάροι βρήκαν θησαυρό
                                       εκείνο τον καιρό ζούσε ένας βασιλιάς
                                       μια νεράϊδα λοιπόν...   
... ένα αντριωμένο βασιλόπουλο ... σ’ ένα παλάτι ... στη μαγική πολιτεία... ένας κουρσάρος ... ο δράκος ... οι φτερωτές μπότες... η κακιά μάγισσα...  κι ένα σωρό ωραία και θαυμαστά πράγματα. 
Η νύχτα γινόταν ένα όνειρο και η φωνή του παραμυθά γλυκιά μουσική.
Οι φτωχοί  άνθρωποι ξεχνούσαν τις δύσκολες μέρες και τις σκληρές ώρες, το λίγο ψωμί και την τρύπια στέγη.
 Εκείνο τον καιρό οι άνθρωποι που διασκέδαζαν με τα παραμύθια του παραμυθά ήταν οι πιο πολλοί φτωχοί γιατί στη χώρα υπήρχε ένας βασιλιάς.
Εκείνο τον καιρό που όλοι οι άνθρωποι ήταν φτωχοί και διασκέδαζαν με τα παραμύθια του παραμυθά υπήρχε στη χώρα ένας βασιλιάς. 
Έφτασε λοιπόν η φήμη του παραμυθά μέχρι τα’ αυτιά του βασιλιά. Κι ο βασιλιάς που τα θέλει όλα δικά του, όπως και κάθε βασιλιάς άλλωστε, έστειλε και φέραν τον παραμυθά στο παλάτι.
Έτσι ο παραμυθάς είδε για πρώτη φορά στη ζωή του αληθινό παλάτι κι αληθινό βασιλιά. 

Ο παραμυθάς μόλις πάτησε το πόδι του στο παλάτι άλλαξε τα παραμύθια του. 
Του φαίνονταν κουτό να διηγείται ιστορίες για βασιλιάδες σ’ ένα βασιλιά. Έτσι μιλούσε  συνεχώς για τους φτωχούς ανθρώπους. Έλεγε πως ζούνε σκληρά και δύσκολα γιατί όλα τα πλούτη τα έχει ο βασιλιάς. Έλεγε για τους μεγάλους φόρους, για τα πολλά παιδιά,για το μισοκατεστραμμένα σπίτια, για τις αρρώστιες, για τη βαριά δουλειά, για τα σχολεία που δεν υπήρχαν. 
Και τα παραμύθια του έβγαιναν από το παλάτι και τα μάθαιναν οι φτωχοί άνθρωποι. Κι όσο περνούσε ο καιρός τόσο θύμωναν ενάντια στο βασιλιά. Κι όσο περνούσε ο καιρός τόσο αγαπούσαν τον παραμυθά. 
Μα ο βασιλιάς ήθελε παραμύθια για βασιλιάδες και νεράϊδες για φαντάσματα, μάγισσες κι άλλα τέτοια. Ήθελε ο κόσμος να ονειρεύεται κι όχι να θυμώνει. Γι ‘ αυτό φώναξε τον παραμυθά και του ‘πε  οργισμένος. 
-Εγώ σε μάζεψα από τους δρόμους, σε φιλοξενώ στο παλάτι μου και φροντίζω να μη σου λείπει τίποτα. Μα εσύ αχάριστε με τα ψέματα και τα παραμύθια ζητάς να κλέψεις τα πλούτη και το παλάτι μου. 
Διέταξε λοιπόν το δήμιο κι  αυτός του’ κοψε το κεφάλι. Τότε ο θυμός του λαού φούντωσε, φούσκωσε και ξεχείλισε και σαν ποτάμι ορμητικό παρέσυρε κι έπνιξε το παλάτι και τα πλούτη του βασιλιά. 
Κι ο βασιλιάς έμεινε φτωχός και μόνος γιατί ο παραμυθάς του ‘κλεψε με τα παραμύθια του τα πλούτη και το παλάτι του.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου